απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος
veraltet

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρισέωλος — ον, Α πάρα πολύ παλαιός, πολύ απαρχαιωμένος («ῥινοκέρωτος εἶδος γράφειν τρισέωλόν ἐστιν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἕωλος «παλιός, απαρχαιωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • έκκαιρος — ἔκκαιρος, ον (Α) απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος …   Dictionary of Greek

  • αναχρονιστικός — ή, ό ο μη συγχρονισμένος, απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία από τον συγγραφέα Π. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • απαρχαιώνω — παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, όομαι) μέσ. (ιδίως η μτχ. απη ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι νεοελλ. κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο …   Dictionary of Greek

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • βεκκεσέληνος — βεκκεσέλληνος, ον (Α) απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος* συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι] …   Dictionary of Greek

  • διπολιώδης — διπολιώδης, ες (Α) [Διπόλια] αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος …   Dictionary of Greek

  • κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες …   Dictionary of Greek

  • μουσειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μουσείο ή έχει κάποιο από τα χαρακτηριστικά του 2. απαρχαιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • μουχλιάζω — (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα] 1. καλύπτομαι από μούχλα 2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό») νεοελλ. 1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυτικός — ή, ό / πρεσβυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρεσβύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» τα κακά τής πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.) αρχ. 1. απαρχαιωμένος, παλιός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”